πρωτοκατασκεύαστος

πρωτοκατασκεύαστος
-ον, Α
αυτός που κατασκευάστηκε πρώτος, αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κατασκευάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”